κοινή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νή
- ομόηχα: κοινοί, κινεί
- τονικό παρώνυμο: κείνη
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινή | οι | κοινές |
γενική | της | κοινής | των | κοινών |
αιτιατική | την | κοινή | τις | κοινές |
κλητική | κοινή | κοινές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κοινή < θηλυκό του κοινός
- για τη γλωσσολογία < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινή θηλυκό
- (γλωσσολογία) [1]
- η γλώσσα που μιλιέται από το σύνολο ενός ομόγλωσσου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των ομιλητών ιδιωμάτων και διαλέκτων, η γενικευμένη υπερτοπική ποικιλία μιας γλώσσας
- ≈ συνώνυμα: η κοινόλεκτος
- (ειδικότερα)
- → δείτε τον όρο ελληνιστική κοινή
- → δείτε τον όρο νεοελληνική κοινή
- η γλώσσα που μιλιέται από το σύνολο ενός ομόγλωσσου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των ομιλητών ιδιωμάτων και διαλέκτων, η γενικευμένη υπερτοπική ποικιλία μιας γλώσσας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινή γλώσσα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- κοινή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κοινή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοινή - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)