ομόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομόγλωσσος < ὁμόγλωσσος (ομό- + -γλωσσος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈmo.ɣlo.sos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόγλωσσος, -η, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ομογλωσσία
- → δείτε τις λέξεις ομο- και γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομόγλωσσος
|