διάλεκτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάλεκτος | οι | διάλεκτοι |
| γενική | της | διάλεκτου & διαλέκτου |
των | διάλεκτων & διαλέκτων |
| αιτιατική | τη | διάλεκτο | τις | διάλεκτους & διαλέκτους |
| κλητική | διάλεκτε (διάλεκτο) |
διάλεκτοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διάλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάλεκτος (κοινή γλώσσα)[1][2] και σημασιολογικό δάνειο από την γαλλική dialecte, την αγγλική dialect και την γερμανική Dialekt[2]. Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + -λεκτος.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈa.le.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐λε‐κτος[2]
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.le.ktos/ και /ˈðʝa.le.ktos/ (σε γρήγορο λόγο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐λε‐κτος
- τονικό παρώνυμο: διαλεκτός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλεκτος θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία που ομιλείται από μεγάλο αριθμό ομιλητών και διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, τόσο που οι διαφορές εμποδίζουν την κατανόηση από ομιλητές της γλώσσας που δεν προέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή
- ※ Διαλέκτους θεωρούμε σήμερα την Ποντιακή (στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα ελληνικά της Κριμαίας - Μαριούπολης), την Καππαδοκική, την Τσακωνική και την Κατωιταλική. Όλες τις άλλες κατά τόπους διαφοροποιήσεις της Κοινής Νεοελληνικής τις ονομάζουμε ιδιώματα. Ειδικά, το κρητικό και το κυπριακό ιδίωμα τα ονομάζουμε, κατά παραχώρηση, διαλέκτους, αναγνωρίζοντας έτσι μια ενδιάμεση βαθμίδα γλωσσικής διαφοροποίησής τους.
- Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε, «Τι είναι διάλεκτος;», πρόσβαση: 2. 9. 2025
- ※ Διαλέκτους θεωρούμε σήμερα την Ποντιακή (στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα ελληνικά της Κριμαίας - Μαριούπολης), την Καππαδοκική, την Τσακωνική και την Κατωιταλική. Όλες τις άλλες κατά τόπους διαφοροποιήσεις της Κοινής Νεοελληνικής τις ονομάζουμε ιδιώματα. Ειδικά, το κρητικό και το κυπριακό ιδίωμα τα ονομάζουμε, κατά παραχώρηση, διαλέκτους, αναγνωρίζοντας έτσι μια ενδιάμεση βαθμίδα γλωσσικής διαφοροποίησής τους.
- (γενικότερα) οι κατά τόπους μορφές μιας γλώσσας
- ※ Τις κατά τόπους μορφές της Νέας Ελληνικής γλώσσας τις ονομάζουμε κοινώς διαλέκτους, στη γλωσσική όμως επιστήμη γίνεται ειδικότερη διάκριση ανάμεσα σε διάλεκτο (όταν οι διαφορές της τοπικής γλωσσικής παραλλαγής από τη Κοινή Νεοελληνική είναι μεγάλες και τέτοιες που με δυσκολία παρακολουθεί το νόημα του λόγου ένας ομόγλωσσος που δεν είναι ντόπιος) και σε ιδίωμα (όταν οι διαφορές είναι μεν αισθητές, αλλά δεν δυσκολεύουν την κατανόηση των λεγομένων από τους ομόγλωσσους που δεν είναι ντόπιοι).
- Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε, «Τι είναι διάλεκτος;», πρόσβαση: 2. 9. 2025
- ※ Τις κατά τόπους μορφές της Νέας Ελληνικής γλώσσας τις ονομάζουμε κοινώς διαλέκτους, στη γλωσσική όμως επιστήμη γίνεται ειδικότερη διάκριση ανάμεσα σε διάλεκτο (όταν οι διαφορές της τοπικής γλωσσικής παραλλαγής από τη Κοινή Νεοελληνική είναι μεγάλες και τέτοιες που με δυσκολία παρακολουθεί το νόημα του λόγου ένας ομόγλωσσος που δεν είναι ντόπιος) και σε ιδίωμα (όταν οι διαφορές είναι μεν αισθητές, αλλά δεν δυσκολεύουν την κατανόηση των λεγομένων από τους ομόγλωσσους που δεν είναι ντόπιοι).
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Συνυπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα διαλεκ-
- Όροι με διαλεκ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάλεκτος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διάλεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 3 διάλεκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλεκτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάλεκτος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈa.le.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐λε‐κτος
- τονικό παρώνυμο: διαλεκτός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλεκτος, -ου θηλυκό
- η γλώσσα ομιλουμένη από τον λαό
- ※ Ασσίζ. 2625
- κεφάλαιον … εἰς κοινὴν διάλεχτον
- ※ Ασσίζ. 2625
- η γλώσσα μιας χώρας ή ενός έθνους
- ※ Έκθ. χρον. 4114
- ἐπιστάμενον ἀκριβῶς τὴν τῶν Ἀράβων διάλεκτον
- ※ Έκθ. χρον. 4114
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διάλεκτος - Επιτομή του Λεξικού ⌘ Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάλεκτος | αἱ | διάλεκτοι |
| γενική | τῆς | διαλέκτου | τῶν | διαλέκτων |
| δοτική | τῇ | διαλέκτῳ | ταῖς | διαλέκτοις |
| αιτιατική | τὴν | διάλεκτον | τὰς | διαλέκτους |
| κλητική ὦ! | διάλεκτε | διάλεκτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλέκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλέκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.á.le.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐λε‐κτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλεκτος, -ου θηλυκό
- συζήτηση, συνομιλία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203a
- θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι
- Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στον ξύπνο τους
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203a
- επιχειρηματολογία
- (γλωσσολογία) η κοινή γλώσσα μιας χώρας
- (ελληνιστική σημασία, γλωσσολογία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα διαλεκ-
Απόγονοι
[επεξεργασία]διάλεκτος (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: διάλεκτος, διάλεχτος
- ⇘ καθαρεύουσα: διάλεκτος
- ↷ λατινικά: dialectos, dialectus (όπου δείτε άλλους απογόνους)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- διάλεκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάλεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πανσέληνος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λεκτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Γλωσσολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Γλωσσολογία (ελληνιστική κοινή)
- Χρειάζονται παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
