διάλεκτος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | διάλεκτος | διάλεκτοι (διάλεκτες) |
γενική | διαλέκτου | διαλέκτων |
αιτιατική | διάλεκτο | διαλέκτους (διάλεκτες) |
κλητική | (διάλεκτο) | διάλεκτοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάλεκτος < ελληνιστική κοινή διάλεκτος < διαλέγομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάλεκτος θηλυκό
- γλωσσική ποικιλία που ομιλείται από μεγάλο αριθμό ομιλητών και διαφέρει σημαντικά από την κοινή ομιλουμένη