Μετάβαση στο περιεχόμενο

διάλεκτος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάλεκτος οι διάλεκτοι
      γενική της διάλεκτου
& διαλέκτου
των διάλεκτων
& διαλέκτων
    αιτιατική τη διάλεκτο τις διάλεκτους
& διαλέκτους
     κλητική διάλεκτε
(διάλεκτο)
διάλεκτοι
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διάλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάλεκτος (κοινή γλώσσα)[1][2] και σημασιολογικό δάνειο από την γαλλική dialecte, την αγγλική dialect και την γερμανική Dialekt[2]. Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + -λεκτος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈa.le.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάλεκτος[2]
ΔΦΑ : /ˈði̯a.le.ktos/ και /ˈðʝa.le.ktos/ (σε γρήγορο λόγο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάλεκτος
τονικό παρώνυμο: διαλεκτός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάλεκτος θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία που ομιλείται από μεγάλο αριθμό ομιλητών και διαφέρει σημαντικά από την κοινή γλώσσα, τόσο που οι διαφορές εμποδίζουν την κατανόηση από ομιλητές της γλώσσας που δεν προέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή
      Διαλέκτους θεωρούμε σήμερα την Ποντιακή (στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα ελληνικά της Κριμαίας - Μαριούπολης), την Καππαδοκική, την Τσακωνική και την Κατωιταλική. Όλες τις άλλες κατά τόπους διαφοροποιήσεις της Κοινής Νεοελληνικής τις ονομάζουμε ιδιώματα. Ειδικά, το κρητικό και το κυπριακό ιδίωμα τα ονομάζουμε, κατά παραχώρηση, διαλέκτους, αναγνωρίζοντας έτσι μια ενδιάμεση βαθμίδα γλωσσικής διαφοροποίησής τους.
    Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε, «Τι είναι διάλεκτος;», πρόσβαση: 2. 9. 2025
  2. (γενικότερα) οι κατά τόπους μορφές μιας γλώσσας
      Τις κατά τόπους μορφές της Νέας Ελληνικής γλώσσας τις ονομάζουμε κοινώς διαλέκτους, στη γλωσσική όμως επιστήμη γίνεται ειδικότερη διάκριση ανάμεσα σε διάλεκτο (όταν οι διαφορές της τοπικής γλωσσικής παραλλαγής από τη Κοινή Νεοελληνική είναι μεγάλες και τέτοιες που με δυσκολία παρακολουθεί το νόημα του λόγου ένας ομόγλωσσος που δεν είναι ντόπιος) και σε ιδίωμα (όταν οι διαφορές είναι μεν αισθητές, αλλά δεν δυσκολεύουν την κατανόηση των λεγομένων από τους ομόγλωσσους που δεν είναι ντόπιοι).
    Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων - Ι.Λ.Ν.Ε, «Τι είναι διάλεκτος;», πρόσβαση: 2. 9. 2025

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Συνυπώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. διάλεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 διάλεκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάλεκτος αἱ διάλεκτοι
      γενική τῆς διαλέκτου τῶν διαλέκτων
      δοτική τῇ διαλέκτ ταῖς διαλέκτοις
    αιτιατική τὴν διάλεκτον τὰς διαλέκτους
     κλητική ! διάλεκτε διάλεκτοι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάλεκτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάλεκτος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈa.le.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάλεκτος
τονικό παρώνυμο: διαλεκτός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάλεκτος, -ου θηλυκό

  1. η γλώσσα ομιλουμένη από τον λαό
      Ασσίζ. 2625
    κεφάλαιον … εἰς κοινὴν διάλεχτον
  2. η γλώσσα μιας χώρας ή ενός έθνους
      Έκθ. χρον. 4114
    ἐπιστάμενον ἀκριβῶς τὴν τῶν Ἀράβων διάλεκτον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. διάλεκτος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάλεκτος αἱ διάλεκτοι
      γενική τῆς διαλέκτου τῶν διαλέκτων
      δοτική τῇ διαλέκτ ταῖς διαλέκτοις
    αιτιατική τὴν διάλεκτον τὰς διαλέκτους
     κλητική ! διάλεκτε διάλεκτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλέκτω
γεν-δοτ τοῖν  διαλέκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάλεκτος < διαλέγομαι (συνομιλώ), ρήμα μέσης φωνής, θέμα διάλεκ-[1] του διαλέγω (συλλέγω) + -τος. Παραβάλετε το ρήμα λέγω στην σημασία λέω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.á.le.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάλεκτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάλεκτος, -ου θηλυκό

  1. συζήτηση, συνομιλία
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 203a
    θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι
    Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στον ξύπνο τους
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greeklanguage.gr
  2. επιχειρηματολογία
    χρειάζεται παράθεμα
  3. (γλωσσολογία) η κοινή γλώσσα μιας χώρας
    χρειάζεται παράθεμα
  4. (ελληνιστική σημασία, γλωσσολογία)
    1. διάλεκτος, ιδίωμα
      χρειάζεται παράθεμα
    2. ιδιαίτερος τρόπος προφοράς
      χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.