διαλεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαλεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλεκτικός [1]
- για τη φιλοσοφία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dialectique)
- για τη γλωσσολογία < διάλεκτ(ος) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.le.ktiˈkos/ & /ðʝa.le.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λε‐κτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]διαλεκτικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) που σχετίζεται με τη διαλεκτική ή έχει τα χαρακτηριστικά της
- (γλωσσολογία) που σχετίζεται με τη διάλεκτο ή την τοπολαλιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις διά και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στη φιλοσοφία
στη γλωσσολογία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαλεκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διαλεκτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλεκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)