Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοινώς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κοινῶς, κυνός, κοινός, κείνος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινῶς < κοιν(ός) + -ῶς (-ώς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινώς
ομόηχο: κοινός, κυνός
τονικό παρώνυμο: κείνος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κοινώς

  1. (λόγιο) από όλους (και κοινά)
      είναι κοινώς αποδεκτό
  2. (λόγιο) όπως λέγεται από το λαό
      η έχιδνα, κοινώς οχιά, είναι δηλητηριώδης

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]