commonly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | commonly |
συγκριτικός | more commonly |
υπερθετικός | most commonly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]commonly (en)
- συνήθως, κοινώς
- ⮡ In the fall, it commonly rains.
- Το φθινόπωρο συνήθως βρέχει.
- ⮡ That very commonly happens.
- Αυτό συμβαίνει συνηθέστατα.
- ⮡ A twelve-hour work day is differentiated by day or night shifts and is most commonly found in operating rooms and on-call situations.
- Η δωδεκαωρία διακρίνεται σε ημερήσια ή νυκτερινή και απαντάται συνηθέστερα σε θαλάμους επιχειρήσεων και καταστάσεις επιφυλακής.
- ⮡ as it’s commonly known - κατά τα κοινώς λεγόμενα
- ⮡ Thomas, more commonly known as Tom.
- Ο Θωμάς, πιο γνωστός ως Τομ.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη usually
- ⮡ In the fall, it commonly rains.