κοινότοπος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | κοινότοπος | κοινότοπη | κοινότοπο |
γενική | κοινότοπου | κοινότοπης | κοινότοπου |
αιτιατική | κοινότοπο | κοινότοπη | κοινότοπο |
κλητική | κοινότοπε | κοινότοπη | κοινότοπο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | κοινότοποι | κοινότοπες | κοινότοπα |
γενική | κοινότοπων | κοινότοπων | κοινότοπων |
αιτιατική | κοινότοπους | κοινότοπες | κοινότοπα |
κλητική | κοινότοποι | κοινότοπες | κοινότοπα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινότοπος < κοινοτοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < κοινός + τόπος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική commonplace < μεταφραστικό δάνειο από την λατινική locus communis)
Επίθετο[επεξεργασία]
κοινότοπος, -η, -ο
- που αποτελεί κοινοτοπία, ο χωρίς πρωτοτυπία
- (υπονοείται συχνά:) ανιαρός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- κοινοτοπία
- → δείτε τις λέξεις: κοινός και τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινότοπος