Μετάβαση στο περιεχόμενο

ordinary

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός ordinary
συγκριτικός more ordinary
υπερθετικός most ordinary

Επίθετο

[επεξεργασία]

ordinary (en)

  1. συνήθης, συνηθισμένος
      ordinary size - συνηθισμένο μέγεθος
     συνώνυμα: regular, common
  2. μέτριος, δεν είναι πολύ καλό
      a teacher with ordinary abilities - δάσκαλος με μέτριες ικανότητες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mediocre