μέτριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μέτριος η μέτρια το μέτριο
      γενική του μέτριου της μέτριας του μέτριου
    αιτιατική τον μέτριο τη μέτρια το μέτριο
     κλητική μέτριε μέτρια μέτριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μέτριοι οι μέτριες τα μέτρια
      γενική των μέτριων των μέτριων των μέτριων
    αιτιατική τους μέτριους τις μέτριες τα μέτρια
     κλητική μέτριοι μέτριες μέτρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέτριος < αρχαία ελληνική μέτριος

Επίθετο[επεξεργασία]

μέτριος -ια -ιο, υπερθετικός: μετριότατος

  1. που βρίσκεται σε ένα μεσαίο επίπεδο ως προς την ποιότητα ή την αξία ή το μέγεθος, μεσαίος
    ένας άνδρας μετρίου αναστήματος
  2. (ειδικότερα) που δεν γίνεται με υπερβολή
  3. (κακόσημο) μάλλον χαμηλής ποιότητας ή αξίας, όχι ιδιαίτερα αξιόλογος
    ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέτριος αρσενικό

  1. (για τον καφέ) ούτε γλυκός ούτε πικρός
  2. Παρακαλούμε, δύο μέτριους και έναν με ολίγη!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

μέτριος

  1. (αρχικά) που είναι σύμφωνος με το μέτρο, μέτριος
  2. (αργότερα) που δεν ξεχωρίζει από τον μέτριο