μέτριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μέτριος | η | μέτρια | το | μέτριο |
γενική | του | μέτριου | της | μέτριας | του | μέτριου |
αιτιατική | τον | μέτριο | τη | μέτρια | το | μέτριο |
κλητική | μέτριε | μέτρια | μέτριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μέτριοι | οι | μέτριες | τα | μέτρια |
γενική | των | μέτριων | των | μέτριων | των | μέτριων |
αιτιατική | τους | μέτριους | τις | μέτριες | τα | μέτρια |
κλητική | μέτριοι | μέτριες | μέτρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μέτριος < αρχαία ελληνική μέτριος
Επίθετο[επεξεργασία]
μέτριος -ια -ιο, υπερθετικός: μετριότατος
- που βρίσκεται σε ένα μεσαίο επίπεδο ως προς την ποιότητα ή την αξία ή το μέγεθος, μεσαίος
- ένας άνδρας μετρίου αναστήματος
- (ειδικότερα) που δεν γίνεται με υπερβολή
- (κακόσημο) μάλλον χαμηλής ποιότητας ή αξίας, όχι ιδιαίτερα αξιόλογος
- ένας άνθρωπος με μέτρια νοημοσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέτριος αρσενικό
- (για τον καφέ) ούτε γλυκός ούτε πικρός
- Παρακαλούμε, δύο μέτριους και έναν με ολίγη!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μέτριος
- (αρχικά) που είναι σύμφωνος με το μέτρο, μέτριος
- (αργότερα) που δεν ξεχωρίζει από τον μέτριο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)