moderate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
moderate (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
moderate (en)
- μετριάζω
- ελέγχω τήρηση προτύπων