Μετάβαση στο περιεχόμενο

μετριοπαθής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετριοπαθής η μετριοπαθής το μετριοπαθές
      γενική του μετριοπαθούς* της μετριοπαθούς του μετριοπαθούς
    αιτιατική τον μετριοπαθή τη μετριοπαθή το μετριοπαθές
     κλητική μετριοπαθή(ς) μετριοπαθής μετριοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετριοπαθείς οι μετριοπαθείς τα μετριοπαθή
      γενική των μετριοπαθών των μετριοπαθών των μετριοπαθών
    αιτιατική τους μετριοπαθείς τις μετριοπαθείς τα μετριοπαθή
     κλητική μετριοπαθείς μετριοπαθείς μετριοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετριοπαθής < ελληνιστική κοινή μετριοπαθής < αρχαία ελληνική μέτριος + πάσχω

Επίθετο

[επεξεργασία]

μετριοπαθής, -ής, -ές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]