moyen
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moyen | moyens |
moyen (fr) αρσενικό
- το μέσο
- il a engagé de gros moyens - έβαλε μεγάλα μέσα
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moyen | moyens |
θηλυκό | moyenne | moyennes |
moyen (fr)