μέσος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | μέσος | μέση | μέσο |
γενική | μέσου | μέσης | μέσου |
αιτιατική | μέσο | μέση | μέσο |
κλητική | μέσε | μέση | μέσο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | μέσοι | μέσες | μέσα |
γενική | μέσων | μέσων | μέσων |
αιτιατική | μέσους | μέσες | μέσα |
κλητική | μέσοι | μέσες | μέσα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέσος < αρχαία ελληνική μέσος < πρωτοελληνική *métsos < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *médʰyos (μέσος) < *me-dʰi- < *me (με)
Επίθετο[επεξεργασία]
μέσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέσος αρσενικό
- το μεγαλύτερο δάχτυλο από όλα και αυτό που βρίσκεται στη μέση
αντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέσος
Άλλες μορφές της λέξης μέσος: