αντίχειρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίχειρας< (ελληνιστική κοινή) ἀντίχειρ < ἀντί +χείρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίχειρας αρσενικό (πληθυντικός αντίχειρες)
- το "μεγάλο" δάχτυλο του χεριού, το μόνο που μπορεί να κινηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έρθει απέναντι από τα άλλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
αντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |