αντίχειρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αντίχειρας (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντίχειρας< (ελληνιστική κοινή) ἀντίχειρ < ἀντί +χείρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντίχειρας αρσενικό (πληθυντικός αντίχειρες)

  • το "μεγάλο" δάχτυλο του χεριού, το μόνο που μπορεί να κινηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έρθει απέναντι από τα άλλα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

αντίχειρας δείκτης μέσος παράμεσος μικρός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]