παράμεσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράμεσος < ελληνιστική κοινή παράμεσος < παρά- + αρχαία ελληνική μέσος
Επίθετο[επεξεργασία]
παράμεσος, -η, -ο αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράμεσος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
αντίχειρας | δείκτης | μέσος | παράμεσος | μικρός |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίθετο
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)