middle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
middle | middles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
middle (en)
- το μέσο
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Middle Ages - ο μεσαίωνας
- middle course - η μέση οδός
- middle term - ο μέσος όρος ενός συλλογισμού