αξιόλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιόλογος < αρχαία ελληνική ἀξιόλογος < ἄξιος + λόγος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksiˈo.lo.γos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιόλογος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που είναι άξιος λόγου, δηλαδή καλός και σημαντικός σε κάποιον τομέα (ή περισσότερους)
- (για γεγονός ή αντικείμενο) που έχει κάποια καλά ή αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναξιόλογος
- αξιόλογα
- αξιολογημένος
- αξιολόγηση
- αξιολογητής
- αξιολογήτρια
- αξιολογία
- αξιολογικά
- αξιολογικός
- αξιολογικώς
- αξιολογούμενος
- αξιολογώ
- αξιολογών
- → δείτε τις λέξεις αξία και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιόλογος