αξιολογών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αξιολογών | η | αξιολογούσα | το | αξιολογούν |
γενική | του | αξιολογούντος & αξιολογούντα1 |
της | αξιολογούσας & αξιολογούσης* |
του | αξιολογούντος |
αιτιατική | τον | αξιολογούντα | την | αξιολογούσα | το | αξιολογούν |
κλητική | αξιολογών | αξιολογούσα | αξιολογούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αξιολογούντες | οι | αξιολογούσες | τα | αξιολογούντα |
γενική | των | αξιολογούντων | των | αξιολογουσών | των | αξιολογούντων |
αιτιατική | τους | αξιολογούντες | τις | αξιολογούσες | τα | αξιολογούντα |
κλητική | αξιολογούντες | αξιολογούσες | αξιολογούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐λο‐γών
- τονικό παρώνυμο: αξιόλογων
Μετοχή
[επεξεργασία]αξιολογών, -ούσα, -ούν
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αξιόλογος, άξιος και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αξιολογών
Πηγές
[επεξεργασία]- αξιολογών - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'μειοψηφών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αντενεργών' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)