αξιομνημόνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιομνημόνευτος < αρχαία ελληνική ἀξιομνημόνευτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξιομνημόνευτος, -η, -ο
- που αξίζει να μνημονευτεί και να παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το θηλυκό σχηματίζεται και ως αξιομνημόνευτος