Μετάβαση στο περιεχόμενο

mention

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mention mentions

mention (en)

  1. μνεία, αναφορά
  2. αναγνώριση, τιμή
ενεστώτας mention
γ΄ ενικό ενεστώτα mentions
αόριστος mentioned
παθητική μετοχή mentioned
ενεργητική μετοχή mentioning

mention (en)

  • αναφέρω, θίγω εν συντομία, μνημονεύω, γράφω ή μιλάω για κάτι ή κάποιον, ειδικά χωρίς να δίνω πολλές λεπτομέρειες
    παράδειγμα  I heard your name mentioned.
    Άκουσα να αναφέρεται το όνομά σου.
    παράδειγμα  Not to mention the fact that…
    Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι…
    παράδειγμα  without mentioning any names - χωρίς να αναφέρουμε ονόματα
     συνώνυμα:  bring up, point out, reference και touch on



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mention (fr) θηλυκό

  1. η αναφορά
  2. η μνεία, η διάκριση
    Il a eu son bac avec mention: : πήρε το baccalauréat με καλή μνεία
    (στη Γαλλία, AB - Assez Bien, B - Bien, TB - Très Bien)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]