mention
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mention (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
mention (en)
- θίγω εν συντομία
- αναφέρω
- αναγνωρίζω, τιμώ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mention (fr) θηλυκό
- αναφορά
- μνεία, διάκριση
- Il a eu son bac avec mention: : πήρε το baccalauréat με καλή μνεία
- (στη Γαλλία, AB - Assez Bien, B - Bien, TB - Très Bien)