reference
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɹɛf.(ə)ɹəns/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reference (en)
- αναφορά
- παραπομπή
- πηγή πληροφορίας (βιβλίο, λεξικό, κλπ.)
- (πληροφορική), (για αρχείο) η αναφορά
- (προγραμματισμός), (για μεταβλητή) η αναφορά
- η σύσταση
- ↪ The best way to find customers is references from our existing customers
- Ο καλύτερος τρόπος εξεύρεσης πελατών είναι οι συστάσεις από ήδη πελάτες μας
- ↪ The best way to find customers is references from our existing customers
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
reference στην αγγλική Βικιπαίδεια