refer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | refer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refers |
αόριστος | referred |
παθητική μετοχή | referred |
ενεργητική μετοχή | referring |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]refer (en)
- παραπέμπω, στέλνω κάποιον ή κάτι σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλή ή απόφαση
- ↪ The dispute was referred to arbitration.
- Η διαφορά παραπέμφθηκε στη διαιτησία.
- ↪ They referred me to the Manager.
- Με παράπεμψαν στο Διευθυντή.
- ↪ The reader is referred to…
- Ο αναγνώστης παραπέμπεται εις…
- ↪ The dispute was referred to arbitration.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- refer - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπέμπω