refer to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | refer to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refers to |
αόριστος | referred to |
παθητική μετοχή | referred to |
ενεργητική μετοχή | referring to |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]refer to (en)
- αναφέρω, αναφέρομαι σε, υπαινίσσομαι, μνημονεύω ή μιλάω για κάποιον ή κάτι
- ⮡ Don’t refer to this matter again.
- Μην αναφέρεις αυτό το θέμα ξανά./Μην αναφέρεσαι σε αυτό το θέμα ξανά.
- ⮡ referring to your letter dated the 10th of May - αναφερόμενος στο γράμμα σας της 10 ης Μαΐου
- ⮡ I was not referring to you when I said it.
- Δεν αναφερόμουν σε σας όταν είπα αυτό.
- ⮡ Who are you referring to?
- Ποιον υπαινίσσεσαι;
- ⮡ Don’t refer to this matter again.
- αναφέρομαι σε, αφορώ, πρόκειται για, περιγράφει ή συνδέεται με κάποιον ή κάτι
- ⮡ These statements referred to the new bill.
- Αυτοί οι δηλώσεις αναφέρονταν στο νέο νομοσχέδιο.
- ⮡ What I’m going to say refers to all of you.
- Ότι πω σας αφορά όλους.
- ⮡ All questions referring to national defense…
- Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα…
- ⮡ It’s referring to our future.
- Πρόκειται για το μέλλον μας.
- ⮡ These statements referred to the new bill.
- συμβουλεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητάω πληροφορίες από ένα άτομο
- (πληροφορική) όταν μία οντότητα αναφέρεται (refer to) σε μία άλλη οντότητα (βλ. αναφορά)
Πηγές
[επεξεργασία]- refer to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60, 149, 836, 910. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω, αφορώ, συμβουλεύω, υπαινίσσομαι