αναφέρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναφέρω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναφέρομαι, πρτ.: αναφερόμουν, στ.μέλλ.: θα αναφερθώ, αόρ.: αναφέρθηκα
- με αναφέρουν
- ...
- κάνω μια αναφορά σε κάποιον ή κάτι
- χτες αναφέρθηκες στην περίπτωση να πάμε σήμερα σινεμά αλλά σήμερα δεν έχεις κάνει ακόμα κουβέντα για έξοδο
- (διοικητικός και στρατιωτικός όρος) παρουσιάζω, λέω αναλυτικά τα στοιχεία μου
- την πρώτη μέρα που θα πας πρέπει να πας και να αναφερθείς στον Διοικητή
- (πληροφορική) όταν μία οντότητα παραπέμπει (refer to) σε μία άλλη οντότητα (βλ. αναφορά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάνω μια αναφορά σε κάποιον ή κάτι
|