report

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

report < (κληρονομημένο) μέση αγγλική reporten < αγγλονορμανδική reporter < παλαιά γαλλική reporter

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɻiːˈpɔː(r)t/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
report reports

report (en)

  1. η αναφορά
  2. η έκθεση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας report
γ΄ ενικό ενεστώτα reports
αόριστος reported
παθητική μετοχή reported
ενεργητική μετοχή reporting

report (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναφέρω, εκθέτω, δίνω στους ανθρώπους πληροφορίες για κάτι που έχω ακούσει, δει, κάνει κτλ.
    He reported all he had seen and heard.
    Ανέφερε όλα όσα είδε κι άκουσε.
    He reported that he had met a bicyclist.
    Ανέφερε ότι είχε συναντήσει έναν ποδηλάτη.
    The police reported that…
    Η αστυνομία ανέφερε ότι…
    He reported to the Prime Minister on the economic situation.
    Εξέθεσε στον Πρωθυπουργό την οικονομική κατάσταση.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναφέρω, παρουσιάζω γραπτή ή προφορική αφήγηση ενός γεγονότος σε εφημερίδα, τηλεόραση κτλ.
    A newspaper reported that…
    Μια εφημερίδα ανέφερε ότι…
    Not even one traffic accident was reported.
    Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα.
    An earthquake was reported yesterday.
    Αναφέρθηκε χτες ένας σεισμός.
  3. (μεταβατικό) αναφέρω, λέω σε ένα άτομο με εξουσία για ένα έγκλημα, ένα ατύχημα, μια ασθένεια κτλ. ή για κάτι άσχημο που έχει κάνει κάποιος
    I will report you to the headmaster.
    Θα σε αναφέρω στον γυμνασιάρχη.
    I report an accident.
    Αναφέρω ένα ατύχημα.
    Report any suspicious activity to me.
    Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση.
  4. (αμετάβατο) αναφέρομαι, παρουσιάζομαι σε κάποιον
    On the first day you go, you must go and report to the Commander.
    Την πρώτη μέρα που θα πας πρέπει να πας και να αναφερθείς στον Διοικητή.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.paʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
report reports

report (fr) αρσενικό