έκθεση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκθεση | οι | εκθέσεις |
| γενική | της | έκθεσης* | των | εκθέσεων |
| αιτιατική | την | έκθεση | τις | εκθέσεις |
| κλητική | έκθεση | εκθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκθεση < αρχαία ελληνική ἔκθεσις
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκθεση θηλυκό
- η δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε ειδικό χώρο
- έκθεση ζωγραφικής σε γκαλερί
- ※ Όπως ο εκκεντρικός άνεργος ή ο συμβασιούχος γίνονται θέαμα μέσα από πράξεις αυτοεξευτελισμού (π.χ. τηλεοπτικά μεταδιδόμενη απόπειρα αυτοκτονίας ή αυτοβασανισμός ή δημόσια έκθεση οικογενειακών δυσλειτουργιών), έτσι και ο τηλεσχολιαστής αυτοσκηνοθετείται για τις ανάγκες του θεάματος (Χαρίδημος Τσούκας, Η τραγωδία των κοινών. Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, εκδ. Ίκαρος, 2015)
- ο τόπος όπου γίνεται αυτή η παρουσίαση
- έκθεση επίπλων (κατάστημα)
- μεγάλη διοργάνωση παρουσίασης προϊόντων και τεχνολογιών με πανεθνικό ή διεθνή χαρακτήρα
- Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης
- γραπτή (συνήθως) αναφορά γεγονότων, ιδεών, κρίσεων
- έκθεση πραγματογνωμοσύνης
- η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατάσταση της οικονομίας
- σχολικό κείμενο που συντάσσεται από μαθητή πάνω σε δοσμένο θέμα
- έκθεση ιδεών
- Ο μαθητής βαθμολογήθηκε με 18 στην έκθεση.
- το να αφήνεις κάτι να δεχτεί την επενέργεια μιας φυσικής δύναμης, να εκτεθεί σε αυτήν
- η χωρίς μέτρο έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία εγκυμονεί κινδύνους
- το να αφήνεις κάτι να υποβληθεί σε μια δοκιμασία ή κίνδυνο
- οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ποινικές ευθύνες για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο
- (μαθηματικά) ύψωση σε εκθέτη - δύναμη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημόσια παρουσίαση προϊόντων, επίδειξη
γραπτή αναφορά, περιγραφή
γραπτή εργασία, έκθεση ιδεών
έκθεση σε επενέργεια φυσικής δύναμης ή σε κίνδυνο