Μετάβαση στο περιεχόμενο

mostra

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mostra < mostrare

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mostra mostre

mostra (it)