Μετάβαση στο περιεχόμενο

consult

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
consult consults

consult (en)

ενεστώτας consult
γ΄ ενικό ενεστώτα consults
αόριστος consulted
παθητική μετοχή consulted
ενεργητική μετοχή consulting

consult (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβουλεύομαι, ζητώ τη συμβουλή κάποιου η κάποιος ζητώ τη συμβουλή μου
      You must consult (with) your doctor about it.
    Πρέπει να συμβουλευτείς γιατρό γι' αυτό.
      I have a lot of experience and they consulted me/I was consulted.
    Έχω μεγάλη πείρα και με συμβουλεύτηκαν.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συσκέπτομαι με κάποιον· συζητώ ένα θέμα με κάποιον
      The minister is consulting (with) his advisors about/on the situation.
    Ο υπουργός συσκέπτεται με τους συμβουλές του για την κατάσταση.
      You shouldn't have done it without consulting me.
    Δεν έπρεπε να το κάνεις χωρίς να το συζητήσεις μαζί μου.
      I expect to be consulted about/on major issues.
    Περιμένω να συζητούν μαζί μου για σημαντικά ζητήματα.
  3. (μεταβατικό) συμβουλεύομαι, ζητώ πληροφορίες
      Consult the manual.
    Συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο.
     συνώνυμα: refer to

Συγγενικά

[επεξεργασία]