consult
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
consult | consults |
consult (en)
- (παρωχημένο) συμβουλευτική συνάντηση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | consult |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consults |
αόριστος | consulted |
παθητική μετοχή | consulted |
ενεργητική μετοχή | consulting |
consult (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβουλεύομαι, ζητώ τη συμβουλή κάποιου η κάποιος ζητώ τη συμβουλή μου
- ⮡ You must consult (with) your doctor about it.
- Πρέπει να συμβουλευτείς γιατρό γι' αυτό.
- ⮡ I have a lot of experience and they consulted me/I was consulted.
- Έχω μεγάλη πείρα και με συμβουλεύτηκαν.
- ⮡ You must consult (with) your doctor about it.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συσκέπτομαι με κάποιον· συζητώ ένα θέμα με κάποιον
- ⮡ The minister is consulting (with) his advisors about/on the situation.
- Ο υπουργός συσκέπτεται με τους συμβουλές του για την κατάσταση.
- ⮡ You shouldn't have done it without consulting me.
- Δεν έπρεπε να το κάνεις χωρίς να το συζητήσεις μαζί μου.
- ⮡ I expect to be consulted about/on major issues.
- Περιμένω να συζητούν μαζί μου για σημαντικά ζητήματα.
- ⮡ The minister is consulting (with) his advisors about/on the situation.
- (μεταβατικό) συμβουλεύομαι, ζητώ πληροφορίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- consult - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 836. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβουλεύω