bring up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bring up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings up |
αόριστος | brought up |
παθητική μετοχή | brought up |
ενεργητική μετοχή | bringing up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bring up < μέση αγγλική bring up. → και δείτε τις λέξεις bring και up
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bring up (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) μεγαλώνω, ανατρέφω, ανασταίνω
- φέρνω στη συζήτηση, το να αναφέρω κάτι σε μια συζήτηση
- (ανεπίσημο) το να κάνω εμετό, ξερνάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- bring up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 57. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανασταίνω