bring up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bring up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings up |
αόριστος | brought up |
παθητική μετοχή | brought up |
ενεργητική μετοχή | bringing up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bring up < μέση αγγλική bring up. → και δείτε τις λέξεις bring και up
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bring up (en)
- το να μεγαλώνω, ανατρέφω ένα παιδί
- το να αναφέρω κάτι σε μια συζήτηση
- το να αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω κάτι
- το να ενεργοποιώ, ανοίγω ένα μηχάνημα ή συσκευή (π.χ. υπολογιστή)
- (ανεπίσημο) το να κάνω εμετό, ξερνάω
- το να σταματώ ή να διακόπτω κάτι σταθερό
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- bring up - Cambridge Dictionary online
- και
- bring up - Cambridge Dictionary online