Μετάβαση στο περιεχόμενο

bring up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας bring up
γ΄ ενικό ενεστώτα brings up
αόριστος brought up
παθητική μετοχή brought up
ενεργητική μετοχή bringing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bring up < μέση αγγλική bring up.  και δείτε τις λέξεις bring και up

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌbrɪŋ ˈʌp/

bring up (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) μεγαλώνω, ανατρέφω, ανασταίνω
      I was brought up by my grandmother.
    Με ανάστησε η γιαγιά μου.
     συνώνυμα: raise
  2. φέρνω στη συζήτηση, το να αναφέρω κάτι σε μια συζήτηση
      He always brings up his age.
    Πάντα φέρνει στη συζήτηση την ηλικία του.
      I heard your name brought up.
    Άκουσα ν' αναφέρεται τ' όνομα σου.
      In the end, he brought up the reasons why…
    Τελικά ανάφερε τους λόγους που…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mention
  3. (ανεπίσημο) το να κάνω εμετό, ξερνάω
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη vomit

Συγγενικά

[επεξεργασία]