vomit
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ο εμετός, το έμεσμα, το ξερατό, το ξέρασμα
- ⮡ vomit and phlegm from the patient - εμέσματα και πτύελα του αρρώστου
- ⮡ The baby filled his crib with vomit.
- Το μωρό γέμισε ξερατά την κούνια του
- ⮡ Sop up the vomit from the floor.
- Μάζεψε τα ξεράσματα από το πάτωμα.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | vomit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vomits |
αόριστος | vomited |
παθητική μετοχή | vomited |
ενεργητική μετοχή | vomiting |
vomit (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω εμετό, ξερνάω, εμώ
Πηγές
[επεξεργασία]- vomit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξερνώ