Μετάβαση στο περιεχόμενο

throw up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας throw up
γ΄ ενικό ενεστώτα throws up
αόριστος threw up
παθητική μετοχή thrown up
ενεργητική μετοχή throwing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
throw up <  δείτε τις λέξεις throw και up

throw up (en)

  • (ανεπίσημο) ξερνώ
      I think I am going to throw up.
    Μου φαίνεται θα ξεράσω.
      He threw up all he had eaten.
    Ξέρασε ό,τι είχε φάει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη vomit