εμετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εμετός | οι | εμετοί |
γενική | του | εμετού | των | εμετών |
αιτιατική | τον | εμετό | τους | εμετούς |
κλητική | εμετέ | εμετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμετός < (ελληνιστική κοινή) ἐμετός < αρχαία ελληνική ἔμετος < ἐμῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμετός αρσενικό
- ακούσια (ή ενίοτε εκούσια) εκβολή από το στόμα περιεχομένου που υπάρχει στο στομάχι
- ≈ συνώνυμα: έμεση, ξερνοβόλημα
- το περιεχόμενο που βγαίνει από την ως άνω εκβολή
- (μεταφορικά) κάτι το αηδιαστικό και σιχαμερό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμετός
|