vomi
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vomi | vomis |
vomi (fr) αρσενικό
Μετοχή
[επεξεργασία]vomi (fr)
- → δείτε τη λέξη vomir
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]vomi (eo)
- κάνω εμετό