αντεμετικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντεμετικό τα αντεμετικά
      γενική του αντεμετικού των αντεμετικών
    αιτιατική το αντεμετικό τα αντεμετικά
     κλητική αντεμετικό αντεμετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντεμετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντεμετικός (εννοείται: φάρμακο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.de.me.tiˈko/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντεμετικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντεμετικό