φάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάρμακο | τα | φάρμακα |
γενική | του | φάρμακου & φαρμάκου |
των | φάρμακων & φαρμάκων |
αιτιατική | το | φάρμακο | τα | φάρμακα |
κλητική | φάρμακο | φάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάρμακο < αρχαία ελληνική φάρμακον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfaɾ.ma.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φάρ‐μα‐κο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φάρμακο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) παρασκεύασμα που χορηγείται για να θεραπευθεί κάποιο νόσημα
- γεωργικά φάρμακα (για την προστασία των φυτών)
- ισχυρό φάρμακο (αποτελεσματικό, αλλά και με πιθανόν περισσότερες παρενέργειες)
- φάρμακο για το στομάχι (σκεύασμα για συγκεκριμένο όργανο|νόσημα)
- περιληπτική ονομασία
- υπάρχουν πολλά συμφέροντα γύρω από το φάρμακο (στη φαρμακοβιομηχανία, τη διακίνηση κ.λπ.)
- κάτι που ανακουφίζει
- ο χρόνος είναι φάρμακο για τον μεγάλο καημό
- η πτώχευση δεν είναι φάρμακο για την οικονομία
- (μεταφορικά) για χρήση οποιασδήποτε μη φυσικής και συνήθως χημικής ουσίας
- το γάλα δεν είναι όπως παλιά, βάζουν πια ένα σωρό φάρμακα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)