lek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lek (pl) αρσενικό
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lek (sv)
- το παιχνίδι
Τοκ πίσιν (tpi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lek (tpi)
- το (ανθρώπινο) πόδι