lekarstwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lekarstwo | lekarstwa |
γενική | lekarstwa | lekarstw |
δοτική | lekarstwu | lekarstwom |
αιτιατική | lekarstwo | lekarstwa |
οργανική | lekarstwem | lekarstwami |
τοπική | lekarstwu | lekarstwach |
κλητική | lekarstwo | lekarstwa |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lekarstwo < ρήμα leczyć
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɛˈkarstfɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lekarstwo (pl) ουδέτερο