medicamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
medicamento | medicamentos |
medicamento (pt) αρσενικό
- το φάρμακο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
medicamento | medicamentos |
medicamento (pt) αρσενικό