Μετάβαση στο περιεχόμενο

drug

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drug drugs

drug (en)

  1. το ναρκωτικό, παράνομη ουσία που μερικοί άνθρωποι καταναλώνουν για τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις που έχει
      hard drugs - σκληρά ναρκωτικά
      the drug trade/drug trafficking - το εμπόριο ναρκωτικών
      a drug trafficker - έμπορος ναρκωτικών
      a drug dealer - λιανοπωλητής ναρκωτικών
      He’s taking drugs./He’s on drugs.
    Παίρνει ναρκωτικά.
      I’ve quit drugs./I’m off drugs.
    Έχω κόψει τα ναρκωτικά.
      They are drug trafficking in the country.
    Εμπορεύονται ναρκωτικά στην χώρα.
     συνώνυμα: narcotic
  2. το φάρμακο, φαρμακευτική ουσία
      The drug is used in the treatment of depression.
    Το φάρμακο χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης.
     συνώνυμα: medicine

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας drug
γ΄ ενικό ενεστώτα drugs
αόριστος drugged
παθητική μετοχή drugged
ενεργητική μετοχή drugging

drug (en)

  1. ναρκώνω άνθρωπο με παράνομη ουσία και όχι με αναισθητικό στη διάρκεια επέμβασης
      The kidnappers drugged the victim to transport them.
    Οι απαγωγείς νάρκωσαν το θύμα για να το μεταφέρουν.
  2. ρίχνω ναρκωτικό σε τρόφιμο ή ποτό
      They drugged his wine.
    Έβαλαν ναρκωτικό στο κρασί του.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

drug (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drug (sr)

  • λατινική γραφή του друг