drug
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drug | drugs |
drug (en)
- το ναρκωτικό
- φαρμακευτική ουσία
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | drug |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drugs |
αόριστος | drugged |
παθητική μετοχή | drugged |
ενεργητική μετοχή | drugging |
drug (en)
- ναρκώνω άνθρωπο (με παράνομη ουσία και όχι με αναισθητικό στη διάρκεια επέμβασης)
- ρίχνω ναρκωτική ουσία σε τρόφιμο ή ποτό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
drug (en)
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drug (sr)
- λατινική γραφή του друг