ναρκωτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναρκωτικό τα ναρκωτικά
      γενική του ναρκωτικού των ναρκωτικών
    αιτιατική το ναρκωτικό τα ναρκωτικά
     κλητική ναρκωτικό ναρκωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκωτικό < νάρκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναρκωτικό ουδέτερο

  • ουσία που επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταβάλλει τη θυμική κατάσταση του χρήστη


Σύνθετα[επεξεργασία]


Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ναρκωτικό