upbringing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
upbringing (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η ανατροφή, ο τρόπος με τον οποίο φροντίζεται ένα παιδί και διδάσκεται πώς να συμπεριφέρεται όσο μεγαλώνει
- ↪ She gave up her job to take care of her children’s upbringing.
- Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών της.
- ↪ Someone has a good/bad upbringing.
- Έχει/πήρε κάποιος καλή/κακή ανατροφή.
- ↪ She gave up her job to take care of her children’s upbringing.