Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανατρέφω

Από Βικιλεξικό
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.


Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ανατρέφω < ανα- + τρέφω [1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ανατρέφω

  1. φροντίζω και παρέχω σε παιδί τα υλικά μέσα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για την ανάπτυξή του
  2. διαπαιδαγωγώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]