élever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /el.ve/
 

élever (fr)

  1. ανυψώνω
  2. μεγαλώνω (ένα παιδί, ανατρέφω), ανασταίνω
  3. υψώνω
  4. εκτρέφω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]