ανυψώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανυψώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνυψόω / ἀνυψῶ < ὑψόω / ὑψῶ < αρχαία ελληνική ὕψος < ὕψι
Ρήμα
[επεξεργασία]ανυψώνω (παθητική φωνή: ανυψώνομαι)
- ανεβάζω κάποιον ή κάτι ψηλά
- (μεταφορικά) αναδείχνω, εξυψώνω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανυψώνω | ανύψωνα | θα ανυψώνω | να ανυψώνω | ανυψώνοντας | |
β' ενικ. | ανυψώνεις | ανύψωνες | θα ανυψώνεις | να ανυψώνεις | ανύψωνε | |
γ' ενικ. | ανυψώνει | ανύψωνε | θα ανυψώνει | να ανυψώνει | ||
α' πληθ. | ανυψώνουμε | ανυψώναμε | θα ανυψώνουμε | να ανυψώνουμε | ||
β' πληθ. | ανυψώνετε | ανυψώνατε | θα ανυψώνετε | να ανυψώνετε | ανυψώνετε | |
γ' πληθ. | ανυψώνουν(ε) | ανύψωναν ανυψώναν(ε) |
θα ανυψώνουν(ε) | να ανυψώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανύψωσα | θα ανυψώσω | να ανυψώσω | ανυψώσει | ||
β' ενικ. | ανύψωσες | θα ανυψώσεις | να ανυψώσεις | ανύψωσε | ||
γ' ενικ. | ανύψωσε | θα ανυψώσει | να ανυψώσει | |||
α' πληθ. | ανυψώσαμε | θα ανυψώσουμε | να ανυψώσουμε | |||
β' πληθ. | ανυψώσατε | θα ανυψώσετε | να ανυψώσετε | ανυψώστε | ||
γ' πληθ. | ανύψωσαν ανυψώσαν(ε) |
θα ανυψώσουν(ε) | να ανυψώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανυψώσει | είχα ανυψώσει | θα έχω ανυψώσει | να έχω ανυψώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανυψώσει | είχες ανυψώσει | θα έχεις ανυψώσει | να έχεις ανυψώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανυψώσει | είχε ανυψώσει | θα έχει ανυψώσει | να έχει ανυψώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανυψώσει | είχαμε ανυψώσει | θα έχουμε ανυψώσει | να έχουμε ανυψώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανυψώσει | είχατε ανυψώσει | θα έχετε ανυψώσει | να έχετε ανυψώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανυψώσει | είχαν ανυψώσει | θα έχουν ανυψώσει | να έχουν ανυψώσει |
|