ανύψωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανύψωση | οι | ανυψώσεις |
γενική | της | ανύψωσης* | των | ανυψώσεων |
αιτιατική | την | ανύψωση | τις | ανυψώσεις |
κλητική | ανύψωση | ανυψώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανυψώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανύψωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνύψω(σις) + -ση.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε (αν-) + ύψωση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈni.pso.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νύ‐ψω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανύψωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανυψώνω
- (κυριολεκτικά) τοποθέτηση πιο ψηλά
- (μεταφορικά) βελτίωση του ποιοτικού επιπέδου
- (μεταφορικά) έκφραση καλών λόγων
- (γλωσσολογία, γραμματική, σχήμα λόγου) η μετακίνηση όρου μιας δευτερεύουσας πρότασης (όπως το υποκείμενο ή το αντικείμενο) προς την πρόταση από την οποία εξαρτάται[2]
- (Χρειάζεται παράδειγμα)
- ≈ συνώνυμα: σχήμα πρόληψης
- (γλωσσολογία) φωνηεντική μεταβολή του /e/ σε [i] ή του /o/ σε [u][3]
Σύνθετα
[επεξεργασία]- σιγανύψωση (λογοτεχνικό)[4]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανύψωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανύψωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Θεμελής, Γ., (2011), 12 Κείμενα για τη Γλωσσολογία (pp.64-77): Ανύψωση φωνηέντων στα Άνω Πεδινά Ζαγορίου, εκδότης: Κοντύλι, Αθήνα, ανακτήθηκε στις 5. 6. 2025 από https://www.researchgate.net/publication/382357371_Anypsose_phoneenton_sta_Ano_Pedina_Zagoriou
- ↑ Όροι με ανύψωση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πηγές
[επεξεργασία]- Παρούτσας, Δ., Κ., (2022), Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας: ανύψωση, η, ανακτήθηκε στις 4. 6. 2025 από https://paroutsas.gr/lexicon/index.php
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το ανά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Σχήματα λόγου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)