lift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lift (en)
- ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
Ρήμα[επεξεργασία]
lift (en)
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lift (bs)
- ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ