lift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lift | lifts |
lift (en)
- (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
- (μετρήσιμο) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lift |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lifts |
αόριστος | lifted |
παθητική μετοχή | lifted |
ενεργητική μετοχή | lifting |
lift (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- lift (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- lift (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lift (bs)
- ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ