ασανσέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασανσέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ascenseur [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.sanˈseɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασανσέρ ουδέτερο άκλιτο

  • σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]