Μετάβαση στο περιεχόμενο

ασανσέρ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασανσέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ascenseur [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.sanˈseɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασανσέρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]