Μετάβαση στο περιεχόμενο

ascenseur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ascenseur < ascension < λατινική ascensum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.sɑ̃.sœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ascenseur ascenseurs

ascenseur (fr) αρσενικό

  1. ο ανελκυστήρας (ο μηχανισμός)
  2. το ασανσέρκαμπίνα)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  ascension

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]