elevator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
elevator elevators

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛl.ə.veɪ.tə(ɹ)/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elevator (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]

elevator (ro)

  1. ανυψωτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elevator (ro) αρσενικό

  1. ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ