elevator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
elevator | elevators |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɛl.ə.veɪ.tə(ɹ)/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]elevator (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
- ⮡ She took the elevator and went up to her apartment.
- Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της.
- ≈ συνώνυμα: lift (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ She took the elevator and went up to her apartment.
Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]elevator (ro)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]elevator (ro) αρσενικό
- ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του elevator
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un elevator | elevatorul | nişte elevatori | elevatorii |
γενική | a unui elevator | elevatorului | a unor elevatori | elevatorilor |
δοτική | unui elevator | elevatorului | unor elevatori | elevatorilor |
αιτιατική | un elevator | elevatorul | nişte elevatori | elevatorii |
κλητική | — | - | — | - |