ride
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
ride (en)
- η μεταφορά
- η διαδρομή, το σύντομο ταξίδι με όχημα, ποδήλατο κτλ.
- ↪ The village is an hour’s ride from here by car/horse.
- Το χωριό είναι μια ώρα διαδρομή από δω με το αυτοκίνητο/το άλογο.
- ↪ Sit comfortably and enjoy the ride.
- Καθίστε άνετα και απολαύστε τη διαδρομή.
- ↪ The village is an hour’s ride from here by car/horse.
- (αμερικανική σημασία) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | ride |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rides |
αόριστος | rode |
παθητική μετοχή | ridden |
ενεργητική μετοχή | riding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ride (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ride (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- ride (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 218. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαδρομή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ride < rider
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
ride (fr) θηλυκό