ride
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ride (en)
ενεστώτας | ride |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rides |
αόριστος | rode |
παθητική μετοχή | ridden |
ενεργητική μετοχή | riding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
ride (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ride < rider
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ride | rides |
ride (fr) θηλυκό